-
1 φάει
φάοςlight: neut nom /voc /acc dual (attic epic)φάεϊ, φάοςlight: neut dat sg (epic ionic)φάοςlight: neut dat sg -
2 φάος
φάος, φάεος, τό, [dialect] Att. [var] contr. [full] φῶς, φωτός, and resolved [dialect] Ep. [full] φόως (φώωσδε, though read by Ar.Byz. and Aristarch., is to be rejected in Il.16.188); [dialect] Aeol. [full] φάος Sapph.Supp.25.9, but cf. φαυοφόρος:—Hom. uses φάος and φόως, never φῶς; of the oblique cases he uses only dat. sing. φάει and acc. pl. φάεα; dat. pl.Aφαέεσσι Hes.Fr.142.4
, Call. Dian. 211, etc.:— φάος is the only form used by Pi.: Trag. use φάος or φῶς, both in lyr. and dialogue, as metre requires: Com. use φάος in lyr. only, Ar.Eq. 973, Ra. 1529; φῶν is a late acc. in BCH51.380 (Cyme, Hymn to Isis); in Prose φῶς is the only form used in nom. and acc.: gen.φάους X.Cyr.4.2.9
, 26, Oec.9.3, Arist.de An. 429a3; dat. , Ch.62 (lyr.), S.Ph. 415, 1212 (lyr.), etc.: pl.,φάη B. 8.28
, Gal.18(2).250, AP7.373 (Thall.); gen.φαέων Arat.90
; dat.φάεσι Call.Dian.71
; in Prose gen. , Ax. 365c; dat.φωτί Luc. Musc.Enc.9
, etc. (φῷ E.Fr. 534
); pl.,φῶτα IG11(2).203
A33 (Delos, iii B. C.), etc.; gen. φώτων ib.42(1).110.43 (Epid., iv B. C.); dat. φωσί (v. infr. 1.2): ([etym.] φάω) . [ᾰ regularly; but Hom. always has [pron. full] ᾱ metri gr. in φᾱεα; and so dat. pl. φᾱεσι in Call.Dian.71]:—light, esp. daylight, ἤδηφ. ἦεν ἐπὶ χθόνα Od.23.371
;φ. οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον 3.335
;κατέδυ λαμπρὸν φ. ἠελίοιο Il.1.605
;Ἠὼς.. Ζηνὶ φόως ἐρέουσα 2.49
;ἀθανάτοισι φόως φέροι Od.5.2
;νὺξ ἀποκρύψει φάος A.Pr.24
;τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Pl.R. 515e
; πρὸς τὸ φῶς βλέπειν ibid.; οὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, S.Ant. 944 (lyr.), E.Ph. 809 (lyr.);ἡμέρας ἁγνὸν φάος Id.Fr. 443
;ἡμερήσιον φάος A.Ag.23
;τὸ ἡμερινὸν φῶς Pl.R. 508c
; ἐν φάει by daylight, Od.21.429; ἕως ἂν φῶς γένηται till daybreak, Pl.Prt. 311a; ἅμα φάει at daybreak, Plu.Cam.34;ἅμα τῷ φωτί Plb.1.30.10
, al.; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν while there is still light, Pl.Phd. 89c;ἔτι φάους ὄντος X.Cyr.4.2.26
;κατὰ φάος νύκτας τε E.Ba. 425
(lyr.); κατὰ φῶς, opp. νύκτωρ, X.Cyr.3.3.25; also, of moon light and starlight,φαέεσσι σελήνης Hes.
l. c., cf. Pi.O.10(11).75, Bion Fr.8.5, etc.;ἀστέρος τηλαυγέστερον Pi.P.3.75
; τὰ φῶτα, sc. sun and moon, Ptol.Tetr.37,38.b in Poets, freq. in phrases concerning the life of men,ζώει καὶ ὁρᾷ φ. ἠελίοιο Il.18.61
, cf. Od.4.540, etc.;λείπειν φ. ἠελίοιο Hes.Op. 155
, Thgn.569; ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε, ἀκίκεσθε, Hes.Th. 157, 652;ζῇ τε καὶ βλέπει φάος A.Pers. 299
;ὅστις φῶς ὁρᾷ S.OT 375
;ὄντα ἐν φάει Id.Ph. 415
, etc.;Διὸς ἐν φάει E.Hec. 707
(lyr.); πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς, ἀναγαγεῖν εἰς φῶς, A.Pers. 630 (anap.), Ar.Av. 699 (anap.);πρὸς φῶς ἀνελθεῖν S.Ph. 625
;πρὸς φῶς ἄγειν Pl.Prt. 320d
;λείπω φάος Ar.Ach. 1185
(paratrag.); : but also εἰς φῶς ἰέναι to come into the light, i.e. into public, S.Ph. 1353; εἰς φῶς λέγειν ib. 581; τὸ φῶς κόσμον παρέχει light (i. e. publicity) is a guarantee for order, X.Ages.9.1.c simply a day,φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh. 447
; νόστιμον βλέπειν φάος, = ἦμαρ, A.Pers. 261: pl., κρισίμων φαέων of critical days, AP11.382.11 (Agath.).2 the light of a torch, lamp, fire, etc.,τίς τοι φάος οἴσει; Od.19.24
, cf. 34,64;φάος πάντεσσι παρέξω 18.317
; (anap.);ποιεῖν X.HG6.2.29
; πρὸς φῶς πίνειν to drink by the fire, Id.Cyr.7.5.27; a light,φῶς ἔχων.. ἀφηγεῖτο Id.HG5.1.8
: pl., Plu.Pel.12, Ant.26, etc.; τὰ φ. the illuminations, IG11(2).203A33 (Delos, iii B. C.); μέσοις φωσίν at a moderate fire, Ps.-Democr.Alch.p.46 B., cf. Zos.Alch.pp.147,155 B.3 the light of the eyes, φάος ὀμμάτων, ὄσσων, Pind.N.10.40, Opp.H.4.525: pl., eyes,Od.
16.15, 19.417;τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Mosch.4.9
;φάη Gal.
l. c.: sg., of the Cyclops' eye, E.Cyc. 633.4 window, IG42(1).110.43 (Epid., iv B. C.), Plu.2.515b; opening in a machine, Heliod. ap. Orib.49.7.14.II light, as a metaph. for deliverance, happiness, victory, glory, etc.,καὶ τῷ μὲν φάος ἦλθεν Il.17.615
; ;ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς 16.95
;ἐν χερσὶ φόως 15.741
; [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538
;φ. ἀρετᾶν Pi.O.4.11
;δώμασιν φάος μέγα A.Pers. 300
, cf. S.Ant. 600 (lyr.), Aj. 709 (lyr.);λαμπρὸν φ. γένους Trag.Adesp.9
; of persons,ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Il.16.39
, cf. 8.282, etc.; esp. in addressing persons,ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Od.16.23
;ὦ φάος Ἑλλήνων Anacr.124
;Ἀκραγαντίνων φάος Pi.I.2.17
;ὦ φίλτατον φῶς S.El. 1224
, 1354;ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος E.Hec. 841
; in late Prose, Anon. ap. Suid. s.v. ὦ φῶς: pl., AP7.373 (Thall.).b of God,ὁ θεὸς φ. ἐστί 1 Ep.Jo.1.5
;φ. καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεὸς καὶ πατήρ Corp.Herm.1.21
; of Christ,φ. εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν Ev.Luc.2.32
, etc.2 with reference to illumination of the mind,τῆς ἀληθείας τὸ φῶς E.IT 1026
;φ. ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Plu.2.77d
, cf. 47c;τὸ φ. τὸ ἐν σοί Ev.Matt.6.23
;τὸ φ. τῆς ζωῆς Ev.Jo.8.12
;ἐν τῷ φ. εἶναι 1 Ep.Jo.2.9
; τέκνα φωτός, ὅπλα τοῦ φ., Ep.Eph.5.8, Ep.Rom.13.12. -
3 φάος
φάος, εος, τό, zsgzgn φῶς, φωτός, ep. aufgelös't φόως, – 1) das Licht; bes. das Tageslicht, der Tag, der Tagesanbruch; oft bei Hom.: λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Il. 1, 625; ἤδη γὰρ φάος οἴχεϑ' ὑπὸ ζόφον Od. 3, 335; ἔδυ φάος ἠελίοιο Il. 23, 154; ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χϑόνα Od. 23, 371; ἐν φάει, bei Licht, bei Tage, 21, 429; selten in Prosa, ἔτι φάους ὄντος Xen. Cyr. 4, 2,26, u. öfter; – ὁρᾶν φάος ἠελίοιο = ζῆν, λείπειν φάος ηελίοιο = ϑνήσκειν; – ἐρατὸν σελάνας Pind. Ol. 11, 75, τηλαυγέστερον ἀστέρος P. 3, 75; ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος Aesch. Prom. 24; ἄψοῤῥον ἥξεις εἰς φάος 1023; ζῇ τε καὶ φάος βλέπει Pers. 291; Eum. 716 u. oft; auch gradezu der Tag, ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος Pers. 255; ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, am Leben seiend, Soph. Phil. 413, vgl. 659; οὐκέτ' ὄντα Διὸς ἐν φάει Eur. Hec. 707, u. oft. – Auch das durch Feuer, Fackeln u. vgl. hervorgebrachte Licht, ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω Od. 18, 317, τίς τοι φάος οἴσει 19, 24, λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει 34, νήησαν ξύλα πολλὰ φόως ἔμεν ἠδὲ ϑέρεσϑαι 64. Dah. bei den Attikern auch das, was Licht giebt, Kerze, Fackel. – Φῶς ποιεῖν, Feuer anzünden, Xen. Hell. 6, 2,29; κατὰ φῶς πίνειν Cyr. 7, 5,27; λύχνος φῶς παρέχει Conv. 6, 7, u. A. – Dämmerung, Plut. Camill. 34. – Auch wie lumen, das Fenster od. die Oeffnung, durch welche das Licht einfällt, φῶτα μετατιϑέναι, die Fenster verändern, Plut. de curios. 1. – 2) das Licht im Ggstz des Dunkels als Bild der Freude, des Heils, also Glück, Heil, Rettung, Sieg; φόως δ' ἑτάροισιν ἔϑηκεν Il. 6, 6, wie ἐπὴν φάος ἐν νήεσσιν ϑήῃς 16, 95; ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι 16, 39, wie μάλα δέ σφι φόως γένετο 15, 669; τῷ μὲν φάος ἦλϑεν 17, 615; οὐδέ τι Πατρόκλῳ γενόμην φάος 18, 102; αἱ δὲ (πύλαι) πετασϑεῖσαι τεῦξαν φάος 21, 538, bereiteten ihnen Rettung; Ἀκραγαντίνων φάος Pind. I. 2, 17; Freude, Aesch. Pers. 292 Eum. 496 Soph. Ant. 596; dah. auch in der Anrede an Personen, deren Erscheinen glück- od. heilbringend ist, γλυκερὸν φάος Od. 16, 23. 17, 41, wenn man nicht dies mit dem dichterischen Gebrauche, daß – 3) τὰ φάεα »die Augen« heißen, zusammenbringen will, Od. 16, 15. 17, 39. 19, 417; vgl. ὀμμάτων κρύπτειν φάος Pind. N. 10, 40; auch im sing., vom Auge des Kyklopen, Eur. Cycl. 633. – [Α, an sich kurz, wird im nom. u. acc. plur. lang, φάεα, wie in φάεσι Callim. Dian. 71; vgl. περιφάεα κύκλα Opp. Hal. 2, 6.]
-
4 φαος
1) свет(ἠελίοιο Hom.; σελάνας Pind.; πυρός Aesch.)
ἐς φ. ἐλθεῖν Pind. — появиться на свет, родиться;ὁρᾶν φ. ἠελίοιο Hom., φ. βλέπειν Aesch. или ἐν φάει εἶναι Soph. — видеть солнечный свет, т.е. быть в живых, жить;λείπειν φ. ἠελίοιο Hom., Hes. — покидать солнечный свет, т.е. умирать2) дневной свет, деньἐν φάει Hom. — средь бела дня;
κατὰ φ. νύκτας τε Eur. — в течение дней и ночей;ἔτι φάους ὄντος Xen. — еще днем, засветло;ἅμα φάει Plut. — с наступлением дня3) факел, светильникφ. φέρειν τινί Hom. — нести факел перед кем-л.
4) блеск, сияние(ὀμμάτων Pind.)
5) pl. глаза(ἄμφω φάεα καλά Hom.)
6) перен. свет, счастье, радостьτῷ μὲν φ. ἦλθεν Hom. — он явился ему на счастье;
τέτατο φ. ἐν Οἰδίπου δόμοις Hom. — радость распространилась в доме Эдипа;Τηλέμαχε, γλυκερὸν φ.! Hom. — свет ты мой, Телемах!7) блистательность, слава, блеск(εὐρυσθενέων ἀρετᾶν Pind.)
-
5 φάε'
φάεα, φάοςlight: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)φάεα, φάοςlight: neut nom /acc pl (epic ionic)φάει, φάοςlight: neut nom /voc /acc dual (attic epic)φάεϊ, φάοςlight: neut dat sg (epic ionic)φάει, φάοςlight: neut dat sgφάεε, φάοςlight: neut nom /voc /acc dual (epic ionic) -
6 ἐν
ἐν (in crasis1κἀν I. 4.25
, I. 6.59 coni., butκαὶ ἐν P. 9.40
: repeated 13 times O. 2.43, O. 6.55, I. 5.30 etc.: follows noun governed 7 times O. 13.44, P. 9.69, Παρθ. 2. 7, etc.: governs only the second of two nouns P. 4.130, O. 7.12:ἐνί P. 6.18
, Θρ. 7. 3, fr. 163: joined withἐπὶ N. 5.2
,παρά N. 9.34
) A prep. c. dat.1 of time.a of point of time, in, at, on δεῖ σάμερονἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28
κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους O. 6.32
νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
[ κἀν (Mosch.: ἐν καὶ codd. vulgo: καὶ cod. unus) P. 1.35] ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ) P. 4.132τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2
νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.44ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ Pae. 6.5
ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.61
τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1
Ψμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν (Welcker: ἐργάμοισι cod.) Θρ. 3.. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.b during, within, in the course ofἐν ἁμέρᾳ O. 1.6
ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36
ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100
ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12
ἐν ὄρφναῖσι P. 1.23
ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
[ ἐνχρόνῳ (Chaeris: ἄν codd.) P.4. 258]ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291
, P. 8.15ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92
τέκε ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.18
ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.70
ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
ἦ τιν' ἄγλωσσον μὲν ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.25 ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολυφθόροις ἐν codd.) N. 8.31 χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N.8.49. codd.) ἐν πολέμῳ N. 9.36. ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N.9.42. ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίωνμιν ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.34
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78ἐν δὲ χειμῶνι πλέων I. 2.42
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16
ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (bis) I. 5.48—9. “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54 ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον Pae. 9.3
]βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ fr. 124d. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3. πενταετηρὶς ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.c in the space ofπολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.82
βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ P. 3.43
τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59d phrases τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ (ἐν om. codd.: supp. Hermann: ἐνσχερώ Dindorf: in a line, uninterruptedly) N. 1.69 ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι ( ἐνσχερὼ Heyne) N. 11.39 ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι ( ἐνσχερὼ Fr. Portus i. e. 100 feet broad without interruption) I. 6.22 ὥστ' ἐν τάχει τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν soon N. 5.35 [ ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musur.: ἐναμείβοντι codd.) N. 11.42]2 of place.a ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ. O. 1.24ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23
ἐν Πίσᾳ O. 6.5
ἐν Ὀλυμπίᾳ O. 6.26
ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16
ἐν Πίσᾳ O. 10.43
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101
ἐν δὲ Πυθῶνι O. 2.39
ἐν Δελφοῖσιν O. 13.43
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι P. 3.27
ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ P. 6.8
Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς P. 6.18
Πυθῶνος ἐν γυάλοις P. 8.63
ἐν Πυθιάδι P. 8.84
ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71
ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν P. 11.13
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν P. 11.15
Καφισίδος ἐν τεμένει P. 12.27
ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9
ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
ἐν Κρίσᾳ I. 2.18
χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44
Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
ἐν Νεμέᾳ N. 2.23
ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ N. 3.18
κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.12
ἐν Νεμέᾳ I. 6.3
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτἐν Νεμέᾳ” I. 6.48κλεινᾷ τἐν Ἰσθμῷ O. 7.81
ἐν Κορίνθου πύλαις O. 9.86
ἐν Ἰσθμιάδεσσιν O. 13.33
ἐν δἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν O. 13.40
ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς N. 2.21
Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87
ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι N. 6.39
τρὶς μὲν' ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών N. 10.27
Κορίνθου τἐν μυχοῖς N. 10.42
ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ I. 3.11
ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισἀρετά I. 5.17
cf. ( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
ἐν ἄστει Πειράνας O. 13.61
ἐν Θήβαισι O. 6.16
τά τἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἐν Θήβαις O. 13.107
ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90
, P. 8.39 “ ἐν Κάδμου πύλαις” P. 8.47Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19
ἐν Θήβαις N. 10.8
ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει I. 5.30
—3.ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις I. 8.16
ἐ]ν ἑπταπύλοισι —[ (sc. Θήβαις) fr. 169. 47.κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.82
ἐν Ἀθάναις O. 9.88
κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι O. 13.38
, N. 8.11ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20
ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 4.ἐν Σικελίᾳ O. 1.12
ἐν Ἄργει O. 7.83
ἐν Μεγάροισιν O. 7.86
ἐν Μαραθῶνι O. 9.89
ἐν Σπάρτᾳ P. 1.77
ἐν Φθίᾳ P. 3.101
“ ἐν δὲ Νάξῳ” P. 4.88Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
ἐν Μεγάροις (ἐν secl. byz.) P. 8.78ἐν Ἄργει P. 9.112
τῶν δἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19
κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32
ἄειδ' ἐν Παλίῳ (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22ἐν Τροίᾳ N. 2.14
ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ I. 1.8
ἐν Φυλάκᾳ I. 1.59
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34
ἐν Ἐπιδαύρῳ I. 8.68
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ ] ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ fr. 123. 13.Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς O. 9.59
ἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.45
“ Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” P. 4.16 “ Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας” P. 4.20Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.80
ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος P. 8.79
Πίνδου κλεεναῖς ἐν πτυχαῖς P. 9.15
Αἰγίνᾳ τε γὰρ Νίσου τἐν λόφῳ P. 9.91
τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος P. 9.98
ἐν πεδίῳ Φλέγρας N. 1.67
Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46
ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
ζαθεᾶς Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37). ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7.ἐν δρόμοισι O. 1.21
ἐν δρόμοις O. 1.94
ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε O. 2.43
—4.Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26
ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων N. 11.14
ἔν τ' ἀέθλοισι I. 1.18
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι I. 5.6
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7
]ἐν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21.ἐν οἴκῳ O. 6.48
μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33
ἐν θαλάμῳ P. 3.11
τείχει ἐν ξυλίνῳ P. 3.38
“ ἐν λέχεσιν” P. 4.51 “ πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” P. 4.53 ἄλλοις ἐν τείχεσιν” P.4.268. “ ἐν δώμασι” P. 4.113θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69
ἐν μεγάρῳ N. 1.31
Φιλύρας ἐν δόμοις N. 3.43
ἐν λέκτροις Ἀκάστου N. 5.30
Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις I. 7.6
ἐν μεγάροις Δ. 2.. ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58
ἐν Οὐλύμπῳ O. 13.92
ἐν οὐρανῷ O. 14.10
ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ P. 1.15
χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
“ δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5.ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
ἐν πελάγει O. 7.56
ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν O. 7.57
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.3
—4. “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς” P. 9.47ἐν χέρσῳ N. 1.62
ἐν πελάγει N. 3.23
ἐν δΕὐξείνῳ πελάγει N. 4.49
ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ N. 9.43
ἐν πόντῳ I. 5.5
ἐν πεδίῳ I. 8.54
ἐν πόντῳ I. 9.7
πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐν πόντῳ P. Oxy. 2622. 13 ad ?fr. 346.ἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10
ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81
ἐν ναυσὶν P. 3.68
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
ἐν ναυσὶν I. 6.30
κελεύθῳ τἐν καθαρᾷ O. 6.23
ἀλλἔν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (v. κρύπτω) O. 6.55πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35
οὐλίῳ ἐν Ἄρει O. 9.76
ταύτᾳ δἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51
ἐν ἅπαντι κράτει O. 10.82
ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις P. 1.47
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.22
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
ἐν ὄρει P. 3.90
ἐν πολέμῳ P. 3.101
ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.8
ἐν ἀγορᾷ P. 4.85
ἐν πρύμνᾳ P. 4.194
ἐν μέσσοις P. 4.224
ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254
πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34 δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους i. e. inside N. 10.61καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
πατρωίαις ἐν ἀρούραις Pae. 6.106
λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (supp. Zenodot)Πα.. 12. χρηστήριον[ ] ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκεν Pae. 9.41
ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς (add. Boeckh: ἐν om. codd.) fr. 122. 7. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι (coni. Boeckh: ἐν cod.) Θρ.. 3. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες fr. 210.b at, before met.,τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 in, contained in, surrounded bya of clothing, simm.χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων O. 6.8
“ σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” P. 4.114Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
τὸν μὲν ἐν ῥίνῳ λέοντος στάντα I. 6.37
cf. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς ( harnessed to) fr. 234. 2.b contained inμονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος N. 10.6
καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις N. 10.36
c of light and darkness.ἐν ὄρφνᾳ O. 1.71
O. 13.70ἐν σκότῳ O. 1.83
ἐν καθαρῷ O. 10.45
φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ (Heyne: φασι codd.) fr. 203. 2. met.,ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27
d met.,εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N.1.10.τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχε θέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
4 of feelings, thoughts.ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος O. 10.63
εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων P. 1.89
αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
5 amongaζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις O. 2.25
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78
φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.26
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
ἐν ἀγαθοῖς P. 2.81
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς” P. 4.143κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.281
—2.ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295
ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112
ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114
“ καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40 βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P.9. 77.εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι P. 9.119
θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.32
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
—3.ἔστι δαἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.23
ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65
ἀρετὰ ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31
γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
ἄμμι δ' ἔοικε καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις ( when we talk of Farnell) I. 1.57Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων α[ Δ. 2. 2. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται fr. 105b. 1.νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92
b betweenοἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
c after verbs of mixing. νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται (sc. Πέλοψ: is part of) O. 1.90 ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν (sc. Ἀργοναῦται: zeugma, they knew) P. 4.251 ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν enjoyed I. 2.29 ] ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι (ἐν del. Heringa: κεκραμένον coni. Zuntz) fr. 111. 1, cf. Δ. 2. 20.aἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.12τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
πόλιν Ψλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62
θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.64
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59
“ τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων” P. 4.92σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὗ μὴ κρυπτέτω i. e. in the common good P. 9.93θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (cf. P. 2.43) N. 10.28ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. cf. ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (in a public position) O. 13.49b in of musical terms. Λύδῳ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν ante τρόπῳ del. Schr. metri causa) O. 14.17—8.ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖσιν coni. Turyn) N. 3.79 esp. to the accompaniment of, amidstἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19
κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
τὸν ( Ἀρκεσίλαν)ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104
κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27
ἔν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54
]ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κεσσι Pae. 3.12
λτ;ἐν ἀοιδᾷ> supp. Snell e Σ pap. Pae. 14.207 instrumental in, with, by means ofτετραορίας ἐλελίχθονος, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων P. 2.5
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (ἐν om. codd.: supp. Tricl.) P. 11.46ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26
esp. withχείρ. οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 7.8 upon, into following verbs of movement.ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68
ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
ὠπυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (om. codd.: supp. Mosch.) P. 3.64 “ ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας σπέρμα” (cf. I. 1.4) P. 4.42ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.215
τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ P. 8.12
“ νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” P. 9.63 ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος ( πρὸς coni. Boeckh) P. 9.114Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
[ πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντι (coni. Fennel, Lobel: δοκέοντα codd.) N. 7.31]ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21, cf. N. 3.629 in respect of [ ἐν ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐν om. codd., add. V: ἐπ byz.) O. 1.113]ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
, cf. I. 1.57 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἁρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (om. codd.: supp. Er. Schmid) N. 3.58μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15
10 = σύν, with the aid of ἐν τίν κ' ἐθέλοι, Γίγαντας ὁς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν (σὺν σοί. Σ.) N. 7.9011 in the hands of, in the power ofἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30
12 dub. ex. οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (ἐν add. metr. causa Hermann, edd. vulgo: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius: v. ἐνίμηι) I. 1.25 [ νῦν αὖτ' ἐν Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (codd.: ἐν del. Hermann) I. 6.5]13 frag. ] εν ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5.] ἐν χρ[ Πα. 13a. 25. ]ἐν κλ[ Πα. 13e. 4. ] ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e.14 in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν (v. ἐμβάλλω) O. 7.44 ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν (v. ἐμφλέγω) O. 10.74 B adv. dabeia thereἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
b too, besidesΜοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἇμαρ (contra Radt, “Präposition in tmesi mit τύχεν”) Πα. 2.. σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων, ἐν δὲ κέχλαδεν ἐν δὲ ἐν δ' Δ. 2. 10—5. C ἐν prep. c. acc. v. ἐς B.------------------------------------v. ἐς -
7 φάος
φᾰος (φάος, -ει, -ος.)a lit.,I lightἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος O. 10.75
esp., light of day,φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ P. 6.14
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν N. 7.3
ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.II light of this world, lifeἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.44
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. O. 4.15, I. 6.62III light, gazeἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.40
II met.,I light ( of fame), splendourτόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
cf. ] το βιότῳ φάος[ ?fr. 334a. 7.τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαί-νειν N. 4.38
of pers.,εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17
II light ( of hope); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.)ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring P. 4.270 ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers.,ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.75
III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth I. 6.62c frag. τὸ δ' ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 10. -
8 φάος
φάος, εος, τό, (1) das Licht; bes. das Tageslicht, der Tag, der Tagesanbruch; ἐν φάει, bei Licht, bei Tage; auch gradezu der Tag; ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, am Leben seiend. Auch das durch Feuer, Fackeln u. vgl. hervorgebrachte Licht. Dah. bei den Attikern auch das, was Licht gibt, Kerze, Fackel. Φῶς ποιεῖν, Feuer anzünden. Dämmerung. Auch wie lumen, das Fenster od. die Öffnung, durch welche das Licht einfällt, φῶτα μετατιϑέναι, die Fenster verändern; (2) das Licht im Ggstz des Dunkels als Bild der Freude, des Heils, also Glück, Heil, Rettung, Sieg; αἱ δὲ ( πύλαι) πετασϑεῖσαι τεῦξαν φάος, bereiteten ihnen Rettung; Freude; dah. auch in der Anrede an Personen, deren Erscheinen glück- od. heilbringend ist; γλυκερὸν φάος wenn man nicht dies mit dem dichterischen Gebrauche, daß; (3) τὰ φάεα 'die Augen' heißen, zusammenbringen will; sing., vom Auge des Kyklopen -
9 εἰμί
εἰμί, ich bin; Wurzel ἘΣ; praes. 1. Pers. εἰμί, ἐμμί, Sapph. frg. bei Longin. 10, 2 u. Theocr. 20, 32; 2. εἰ, ion. u. ep. εἶς, dor. u. ep. ἐσσί, enklit., wie auch εἶς gebraucht ist, Od. 4, 611; 3. ἐστί, dor. u. äol. ἐντί, Theocr. 1, 17; Inscr.; plur. 1. ἐσμέν, ion. u. ep. εἰμέν, wie Pind. P. 3, 60; sonst dor, εἰμές, Theocr. 2, 5; ἐμέν, Callim. frg. 294; 2. ἐστέ, 3. εἰσί, ion. ἔᾱσι, dor. ἐντί, Theocr. 5, 109; conj. ὦ, ep. ἔω u. s. w., ep. gedehnt εἴω, εἴῃς, εἴῃ, ἔῃσϑα Hes. O. 312, ᾖσι, 3. sing., ib. 292; opt. εἴην u. s. w., ep. ἔοιμι, ἔοι, Her. 7, 6; εἴησϑα, Theogn. 715; imp. ἴσϑι, u. aus dem med. ἔσσο, Od. 1, 392 u. Sapph. frg. bei Dion. Hal. C. V. 23, Sp. auch ἔσο, 3. ἔστω, auch ἤτω, bes. Sp., wie N. T.; 3. plur. ἔστωσαν, ἔστων u. ὄντων, Plat. Legg. IX, 879 b, dor. ἐόντω, Inscr. 1704 u. öfter. – Inf. εἶναι, ep. ἔμμεν u. ἔμμεναι, auch ἔμεν, ἔμεναι, dor. auch ἦμεν, Theocr. 11, 50; ἦμες, 8, 73; εἶμεν bei Thuc. 5, 77; εἴμεναι, megarisch, Ar. Ach. 775. – Part. ὤν, οὖσα, ὄν, ep. u. ion. ἐών, dor. ἐοῖσα, Theocr. 2, 64; εὖντα, 2, 3; – impf. ἦν, ep. ἔον, Il. 23, 643, so auch 11, 762 bei Bekker für ἔην; ἔσκον oft; ion. auch ἔα, ἔας, verlängert ἦα, 3. ἦεν; auch ἔην u. ἤην, 2. ἦς, gew. ἦσϑα u. poet. ἔησϑα; ἦμες, wir waren, Theocr. 14, 29; ἦσαν, ion. u. dor. ἔσαν, auch ἔσσαν, Pind. Ol. 9, 57; aus dem med. ἤμην, Xen. Cyr. 6, 1, 9 u. Lys. 7, 34; die anderen Personen in guter Attischer Prosa nicht; bei Homer εἴατο (= ἦντο) Iliad. 15, 10. 24, 84 Odyss. 20, 106, var. lect. εἵατο (= ἧντο), s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 331; – fut. ἔσομαι, ep. ἔσσομαι, auch Pind. P. 8, 108, wie ἔσσεται, H. Pind., u. ἐσσεῖται, Il. 2, 393. 13, 317, wie Theocr. 7, 67, ἐσσῇ, 2. Perf., 10, 5; ἔσται Pind. P. 4, 63 u. sonst gew.; part. ἐσόμενος, ep. u. dor. ἐσσόμενος. – Adj. verb. ἐστέον. – Der ganze ind. praes. mit Ausnahme von εἶ ist inklinationssähig u. wird inklinirt, wenn εἰμί logische Copula ist; ἔστι wird auch im Anfang des Satzes u. nach εἰ, εἴπερ, ὅτι, ὡς, οὐκ, μή, καί, ἆρα (ἆρ'), ἀλλά (ἀλλ'), δέ (δ') und dem apostrophirten τοῠτ' geschrieben, nicht nach τοῠτο, τοῠτ' ἔστι, τοῠτό ἐστι. – 1) vorhanden sein, existiren, von Hom. an überall; – a) wirklich sein, im Ggstz des Scheinens; οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος ἀλλ' εἶναι ϑέλει Aesch. Spt. 552; Xen. Cyr. 8, 1, 41; Thuc. 1, 10 διπλασίαν τὴν δύναμιν εἰκάζεσϑαι ἢ ἔστιν, als sie wirklich ist; τοῠτο ὃ ἔστι, das wahre Sein, Plat. Phaed. 75 b u. öfter; bes. im partic. ὁ ἐὼν λόγος, der wahre, Her. 1, 95. 116, u. τὸ ὄν, das wahrhaft Seiende, οὐ παρὰ τὰ ὄντα δοξάζοντες Plat. Phaedr. 262 b; τὰ ὄντα ἀπαγγέλλειν Thuc. 7, 8, die Wahrheit melden; Xen. An. 4, 4, 15; τῷ ἐόντι χρῆσϑαι, die Wahrheit sagen, Her. 1, 30; ὑπόϑεσιν παριστάντες ὑμῖν οὐχὶ τὴν οὖσαν, nicht die wirkliche, Dem. 3, 1; τὰ ὄντα, das Vorhandene, die ganze Schöpfung, aber auch = οὐσία, χρήματα, das Vermögen, Xen. An. 7, 8, 22 Cyr. 3, 1, 3 Plut. Anton. 24; τῷ ὄντι, in der That, wirklich, wahrhaft, τὰ τῷ ὄντι δίκαια Plat. Phaedr. 260 a; ἡ τῷ ὄντι ξυγγένεια Henez. 244 a; verstärkt ὡς ἀληϑῶς τῷ ὄντι, Phaed. 66 c; vgl. Xen. Conv. 2, 24. – b) leben; εἰ δέ κε τεϑνηῶτος ἀκούσῃς μηδ' ἔτ' ἐόντος, daß er nicht mehr lebt, Od. 1, 289; οὐ δὴν ἦν, er lebte nicht lange, Il. 6, 151; ἔτι εἰσί, sie sind noch am Leben, Ot. 15, 432 u. öfter; die Götter αἰὲν ἐόντες, die Nachkommen ἐσσόμενοι, die Lebenden οἱ ὄντες, Pol. 9, 29, 2. Oft so Tragg., Νέστωρ ὁ Πύλιος ἔστιν Soph. Phil. 420; οἵδ' οὐκέτ' εἰσί Eurip. Med. 1370; οὐκέτ' εἴμ' ἐγώ Ar. Ach. 1148; Her. 3, 65; ὁ οὐκ ὤν, der Todte, Thuc. 2, 44. Vollständiger, ἐν φάει, μετὰ ζώντων εἶναι, Soph. Phil. 413. 1296; Eur. Hec. 1214; auch von Sachen, ὄλωλεν, οὐδ' ἔτ' ἔστι Τροία Troad. 1290; ὧν ὑπομνήματα ἦσαν ὄντες οἱ στέφανοι, das Bestehen der Kränze, Dem. 22, 74. – c) fortdauern, fortbestehen; ὡς ἔστιν ἡ ψυχὴ ἀποϑανόντος τοῦ ἀνϑρώπου Plat. Phaed. 70 b; vgl. Conv. 190 b; ὁ νῠν ἔτι ὤν Prot. 316 d; übh. dauern, ἕως ἂν ὁ πόλεμος ᾖ Thuc. 1, 58; ζώντων Ἀϑηναίων καὶ ὄντων Dem. 18, 72. – d) Oft mit einem relativ. verbunden, εἰσὶν οἵ, es giebt Leute, welche, d. h. einige, manche, οὐκ ἔστιν ὅστις πλὴν ἐμοῠ κείραιτό νιν, es giebt nicht Einen, der, d. i. keiner außer mir, Aesch. Ch. 670, wie οὐκ ἔσϑ' ὃς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι, Od., u. so Folgde überall; οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμι Aesch. Prom. 291; ἔσϑ' ὅτε, bisweilen, Soph. Ai. 56; Pind. frg. 172; τὸ γὰρ λευκὸν τῷ μέλανι ἔστιν ὅπῃ (in gewisser Beziehung) ἔοικε Plat. Prot. 331 d; ἔστιν ὁπόϑεν Phil. 53 a; ἔστιν ἔνϑα Xen. Cyr. 7, 4, 15; οὐκ ἔστιν, ὅτου ἕνεκα, es ist kein Grund, weswegen, An. 2, 5, 23; ἔσϑ' ὅπως, auf irgend eine Art, Plat. Rep. VI, 493 e; οὐκ ἔσϑ' ὅπως Pind. frg. 33; Her. 7, 102; οὐκ ἔσϑ' ὅπως οὐκ ἐπιϑήσεται, es ist nicht möglich, daß nicht, d. i. nothwendiger Weise, Xen. An. 2, 4, 3; vgl. οὐ γὰρ ἔσϑ' ὅπου μ' όλεῖς Soph. O. R. 448; häufig steht ἔστιν auch bei folgdm plur., ἔστιν οὓς ἐπαινῶ, einige, Plat. Prot. 346 e; ἔστιν ὅτε καὶ οἷς βέλτιον τεϑνάναι ἢ ζῆν, für einige u. zuweilen, Phaed. 62 a; αὐχμοὶ ἔστι παρ' οἷς μεγάλοι, bei einigen, Thuc. 1, 23; πλὴν Ἀχαιῶν καὶ ἔστιν ὧν ἄλλων ἐϑνῶν 3, 92; vgl. τῶν ποταμῶν ἔστι τῶν Her. 7, 187. Hieran kann man das sogen. schema Pindaricum reihen, wo vor einem dual. oder plur. der sing. steht, ἦν δ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες Soph. Tr. 517; εἰ δ' ἔστι δίττω τὼ βίω Plat. Gorg. 560 d; ἔστι – ἄρχοντές τε καὶ δῆμος Rep. V, 462 e; ἦν ἄρα κἀκεῖνοι ταλακάρδιοι ep. bei Aesch. 3, 184. – Ueber ἄρ' ἦν vgl. ἄρα. – e) Mit dem dat. der Person, ἔστι μοι, es ist für mich da, ich habe, besitze; ἓξ δέ οἱ υἷες ἔασιν Il. 24, 399; πρὸ τοῠ μὲν αἰδὼς ἦν ἐμοὶ λέγειν τάδε, ich scheute mich, Aesch. Ag. 1177; ἦν ἧμιν Λάϊός ποϑ' ἡγεμών Soph. O. R. 103; ἔστι τέκνα καὶ τῷδε Eur. Hec. 340; σκεψώμεϑα τί τοῠτ' ἔσται τῇ πόλει, was dies dem Staate nützen soll, Dem. 20, 20; ἔφασαν σφίσι τε καὶ Ἀϑηναίοισι εἶναι οὐδὲν πρῆγμα, sie hätten mit den Athenern Nichts zu schaffen, Her. 5, 84; vgl. Dem. 18, 283: τί τῷ νόμῳ καὶ βασάνῳ 29, 36. – Hierher gehört die Vrbdg mit dem dat. des partic., bes. der Verba wollen, wünschen, ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη, es würde mir lieb sein, Il. 14, 108; ἐμοὶ βουλομένῳ ἦν (s. βούλομαι); ἦν αὐτῷ προςδεχομένῳ, = προςεδέχετο, Thuc. 6, 46; ἔστι μοι ἡδομένῳ Antiph. 6, 8. – f) ἔστι mit folgdm inf., es findet Statt, ist möglich, geht an, εἴ τί που ἔστι, wenn es möglich ist, Od. 4, 193; bes. mit der Negation, οὐκ ἔστι Διῒ μάχεσϑαι, man kann nicht mit Zeus kämpfen, Il. 21, 193; vgl. 13, 786. 15, 556. 20, 97; οὐκ ἔστ' οὐδ' ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασϑαι 14, 212; οὔ πως ἔστι, Od. 5, 137; οὐδέ πη ἔστιν, Il. 6, 267. 24, 71; ϑάλασσα δ' οὐκ ἔτ' ἦν ἰδεῖν, war nicht mehr zu sehen, Aesch. Pers. 411; οὐκ ἔστι πέρσαι σοι τὸ Δαρδάνου πέδον Soph. Phil. 69; oft mit der Negation. auch mit folgdm ὥστε, ἆρ' ἔστιν ὥστε κἀγγύϑεν ϑέαν λαβεῖν 652; vgl. Eur. Hipp. 705; περὶ ὧν ἰδόντι μόνον ἐστὶν εἰδέναι Plat. Theaet. 201 b; ἄλλα μυρί' ἂν εἴη λέγειν, man könnte viel Anderes sagen, Polit. 271 e; ἐδόκει τὸ ἀπάγειν οὐκ εἶναι ἄνευ πολλῶν νεκρῶν, schien ohne großen Verlust nicht möglich, Xen. An. 5, 2, 9; ἔστι μὲν – ἔστι δέ entspricht sich so, Plat. Theaet. 192 e; Xen. Cyr. 1, 6, 11; vgl. Od. 15, 391. – Zuweilen folgt der acc. c. inf., οὔπως ἔστιν – μεϑ' ὑμῖν δαίνυσϑαί τ' ἀκέοντα Od. 2, 310; ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαϑοῖς ὁμιλεῖν Pind. P. 2, 90; ἦ γάρ ποτ' ἔστιν ἐκπεσεῖν ἀρχῆς Δία Aesch. Prom, 759; vgl. Pers. 100; οὐκ ἔστι τοὺς ϑανόντας ἐς φάος μολεῖν Eur. Alc. 1079; τὰς ναῦς οὐκ ἔστιν ἀνελκύσαντας διαψῠξαι Thuc. 7, 12; der dat., ἔστι δὲ τερπομένοισιν ἀκούειν, Od. 15, 393. – Oft οὐκ ἔστι, οὐκ ἔστι ταῠτα, das geht nicht an, ist nicht möglich; – das partic., ἐκβῆναι οὐκ ὄν, da es nicht anging, Dem. 50, 22; vgl. χαλεπὸν ὄν, obgleich es schwer ist, 55, 35. – 2) sein als Copula, überall. Zu bemerken sind die Fälle, – a) wo das adv. dabei steht u. εἶναι eigentlich die Existenz, das adv. eine Modification derselben ausspricht; οὕτω πη τάδε, γ' ἐστὶ – ὡς ἀγορεύεις, so verhält es sich, Il. 24, 373; οὐδὲ Λυκόοργος δὴν ἦν 6, 130; διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον 7, 424; Κουρήτεσσι κακῶς ἦν Il. 9, 551. Seltener in Prosa; ἡ διακομιδὴ ἀσφαλέως ἡμῖν ἔσται Her. 3, 134; ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ Thuc. 1, 78; ἔλασσον εἶναι, im Nachtheil stehen, 6, 88; vgl. 5, 23; διαφερόντως εἶναι Plat. Legg. X, 892 c. Häufig καλῶς εἶναι, Xen. An. 4, 3, 8. 7, 3, 43. Davon zu unterscheiden sind die adv., welche die Stelle fehlender adj. vertreten, ἐγγύς, πόῤῥω, ἐμποδὼν εἶναι u. ä. – b) das partic. ὤν entspricht oft dem deutschen als, wenn es eine Apposition anfügt, τοιοῦτος ὤν, als ein solcher, bes. häufig bei Altersbestimmungen u. wenn ein Substantiv od. Adjectiv mit einem Particip verbunden werden soll, ἀνὴρ συμφορῇ ἐχόμενος καὶ οὐ καϑαρὸς χεῖρας ἐών Her. 1, 35. – c) mit Participien bildet es nicht selten Umschreibungen, in denen aber der Begriff des Seins von dem des Verbums aus einander zu halten ist, c. praes., Ὀρέστης φεύγων ἐστί, ist ein Fliehender, auf der Flucht, nicht = φεύγει, Aesch. Ch. 134, wie αἰδόμενός τις ἔστω Eum. 519, Einer, der im Zustande des Scheu Empfindenden verharrt; ὅτοις τάδ' ἔστ' ἀρέσκοντα Soph. O. R. 274; οὐδέν ἐστ' ἀπόν 1285; ἦ γὰρ εἴην οὐκ ἂν εὖ φρονῶν Ai. 1309; δρῶν γὰρ ἦν τοιαῦτά με 1303; ἐμοὶ μὲν ἥδ' ὁδὸς ἔσται μέλουσα Phil. 1435. – Anders mit dem Artikel, τίς δ' ἦν ὁ ἔχων, wer war der, der da hatte, der Besitzer, Xen. Cyr. 7, 2, 28; ἔσται ὁ κρίνων, der Richter 2, 3, 12; τίς ἔσται οὑπικωλύσων τάδε; Soph. Phil. 1226; ὅστις ἦν ἐκεῖνον ὁ κτανών O. R. 140; αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν, der Zeuge, Aesch. Eum. 765; Suppl. 566 u. A. – Ganz verschieden, wo das Particip für sich zu nehmen, wie Xen. καὶ ἐνϑάδ' εἰμὶ σὺν πολλῷ φόβῳ διάγων, ich bin hier, u. zwar mit großer Furcht, An. 3, 3, 2. – Καὶ τί ποτ' ἐστὶν οὗτος ἐκείνου διαφέρων, anders als διαφέρει, worin ist er (dauernd) unterschieden, Plat. Gorg. 500 c; ἔστι δὲ ὄντως ὄν Legg. X, 894 a; vgl. Her. 3, 49. 108. – Am häufigsten c. part. perf.; τετληότες εἰμέν Il. 5, 873; εἰ δ' ἦν τεϑνηκώς Aesch. Ag. 843; ἐκ πατρὸς μέν εἰμι Τελαμῶνος γεγώς Soph. Ai. 1278; τίς χρόνος τοῖςδ' ἐστὶν ἐληλυϑώς O. R. 735; ὧν πρότερον ἐπιστήμην εἰληφότες ἦμεν Plat. Phaed. 76 b; πόσον ἁμάρτημα φῂς εἶναι γεγονὸς ἡμῖν Crat. 274 e; δεδρακότες εἰσίν Thuc. 3, 68; βεβοηϑηκότες ἦσαν Xen. An. 6, 2, 24; im pass., ὡς ἕκαστος ἦν τεταγμένος Aesch. Pers. 373; ὁϑούνεκ' ἔσοιϑ' ἅμ' ὠρφανισμένος Soph. Tr. 937. – C. part. aor., προδείσας εἶμί Soph. O. R. 90; οὐ σιωπήσας ἔσει 1146; τίν' αὐδὴν τήνδε γηρυϑεῖσ' ἔσῃ Aesch. Suppl. 455; κατακανόντες ἔσεσϑε Xen. An. 7, 6, 36. – 3) Dieses sein wird mit dem gen. u. mit vielen Präpositionen zur genauern Bestimmung des Prädicats verbunden: – a) mit dem gen., zunächst die Abkunft od. Abstammung auszudrücken; πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαϑοῖο, αἵματός εἰς ἀγαϑοῖο, von gutem Vater, aus gutem Geblüt, Od. 4, 611; ὢν ἐλευϑέρου πατρός Aesch. Ch. 902; πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου Soph. Ir. 379; τίνος εἶ σπέρματος πατρόϑεν O. C. 214; γένος μέν εἰμι τῆς περιῤῥύτου Σκύρου Phil. 239; sonst mit ἐκ, z. B. ἐκ Παιονίης Il. 21, 154; ἐξ ἐλευϑέρων ἀνδρῶν Soph. Tr. 300; vgl. ἐκ; – πατρὸς τίνος ἐστὶ καὶ μητρός; Plat. Conv. 203 a; οἰκίας μεγάλης καὶ εὐδαίμονος Prot. 316 b, aus einem großen Hause; so ἀπό Plat. Conv. 181 b, ἐκ Gorg. 471 a; – πόλεως ἐλαχίστης, μεγίστης εἶ, Thuc. 4, 59 Xen. An. 7, 3, 19; vgl. Thuc. 3, 70; Xen. An. 3, 1, 13; – ἐνϑυμήϑητε ἃ ἔσται ἐντεῠϑεν, was daraus entstehen wird, 7, 1, 25. – Auch = bestehen aus, ἡ κρηπίς ἐστι λίϑων μεγάλων Her. 1, 93. – b) mit dem gen., zur Bezeichnung einer Pflicht, Eigenthümlichkeit u. dgl., es ist die Sache; οὔτοι γυναικός ἐστιν ἱμείρειν μάχης Aesch. Ag. 914; vgl. Spt. 212; τό γ' αἴνιγμα οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν ἀνδρὸς διειπεῖν, es konnte nicht der Erste Beste lösen, Soph. O. R. 393; σωφρόνων ἐστί Thuc. 1, 120; ἆρ' οὖν παντὸς ἀνδρός ἐστιν ἐκλέξασϑαι Plat. Gorg. 500 a; τῶν νικώντων τὸ ἄρχειν ἐστίν, das Herrschen kommt den Siegern zu, Xen. An. 2, 1, 4; τὸ ναυτικὸν τέχνης ἐστί Thuc. 1, 142, erfordert Kunst; ἔστιν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον, ἀλλὰ δαπάνης 1, 83; vgl. 5, 9; αὐτὸ τὸ σιγᾶν ὁμολογοῠντός ἐστί σου, verräth, daß du es zugiebst, Eur. I. A. 1151. Sprichwörtlich οὐ παντὸς ἀνδρὸς εἰς Κόρινϑόν ἐσϑ' ὁ πλοῠς, nicht Jeder kann nach Korinth fahren; τὸ ἐπιτιμᾶν παντὸς εἶναι, tadeln könne Jeder, Dem. 1, 16. – c) mit dem gen., das Eigenthum ausdrückend u. die Unterwürfigkeit; Τροίαν Ἀχαιῶν οὖσαν Aesch. Ag. 260; πόλις γάρ ἐστι πᾶσα τῶν ἡγουμένων Soph. Phil. 386; τὸ κράτος ἐστὶ τοῦ βασιλέος Her. 3, 117; Κοτύωρα ἦν ἐκείνων Xen. An. 5, 5, 7; ἔλαϑον ὄντες ἀεὶ τῶν ἐπιϑεμένων Plat. Polit. 307 c, eine Beute derer, die sie angriffen; vgl. Gorg. 508 d; μήτε συγγνώμης μήτ' ἄλλου μηδενός εἰσιν, ἀλλ' ἢ τοῠ πλείονος, sondern nur dem Gewinn ergeben, nehmen weder auf Mirleid noch sonst Etwas Rücksicht, Dem. 37, 53. Häufig ἑαυτοῦ εἶναι, sein eigener Herr sein. – Hieran reiht sich οὐδετέρων ὄντες, neutral, Thuc. 5, 84; τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι 5, 46; τούτου τοῠ τρόπου πώς εἰμ' ἀεί Ar. Plut. 246; εἶ γὰρ τῶν φίλων 345, gehörst zu den Freunden; Ἀϑηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων, gehören zu den Anführern, Plat. Prot. 324 c; ἔστι γὰρ δὴ τῶν καλλίστων σοφία Conv. 204 b; ἅτε τοῠ Ἀπόλλωνος ὄντες, dem Apollo geweiht, Phaed. 75 b; ἔστι τῶν αἰσχρῶν, es gehört zu den schimpflichen Dingen, ist schimpflich, Dem. 2, 2. – Auch das Alter wird so bezeichnet, εἶναι ἐτῶν τριάκοντα, von dreißig Jahren sein, Xen. Hell. 3, 1, 14; vgl. Her. 1, 26. – d) ἔκ τινος εἶναι, s. ἐκ, bestehen; ἐξ ὀνομάτων μόνον οὐκ ἔστι ποτὲ λόγος Plat. Soph. 262 a; ἐκ πολλῶν μερῶν ὄν, daraus bestehend, 245 b; – δ ιὰ φόβου εἶναι, = φοβεῖσϑαι u. ä., s. διά; – εἴς τινα, sich auf Einen beziehen; ἐλπίδες εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον οὖσαι Plat. Phil. 39 e; Alc. I, 126 a; – ἐν τινι, häufige Umschreibung, ἐν ὀργῇ εἶναι = ὀργίζεσϑαι, wie versari; ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι, s. ἐν; – εἰ γὰρ ἐν τούτῳ εἴη, wenn es daran läge, Plat. Prot. 310 e; ἐπί τινι εἶναι, s. ἐπί; – μετά τινος u. σύν τινι, wie ἀμφί u. περί τινι εἶναι, s. diese Präpositionen. – 4) In vielen Vrbdgn liegt in εἶναι mehr als das bloße sein: – a) bedeu ten; τὸ γὰρ εἴρειν λέγειν ἐστί Plat. Crat. 398 d; οὐκοῠν τὸ ἐν ὄχλῳ τοῦτό ἐστιν ἐν τοῖς μὴ εἰδόσιν Gorg. 459 a; οἱ δοκοῠντες εἶναί τι, die sich Etwas zu sein dünken, vgl. οὐδὲν εἴμ' ἄρα, Ar. Vesp. 997; Xen. Cyr. 6, 2, 8; τὰ δὶς πέντε δέκα ἐστίν, zweimal fünf macht zehn. Bes. τοῠτ' ἔστιν, das heißt, bedeutet; ὅπερ ἐστί, was soviel bedeutet wie, Plut. Popl. 17. – b) sich befinden, aufhalten, Thuc. u. A. – c) entstehen, sich ereignen u. dgl.; ὅϑεν τὰ δεινὰ πλήγματ' ἦν γενειάδων Eur. I. T 1366; αὐτίκα βοὴ ἦν Thuc. 3, 22; τί οὖν ἦν τοῦτο; wie kam das? Plat. Phaed. 58 a; ἔσται τοίνυν σοι, ἐὰν ἐμοὶ συνῇς, ἀπιέναι βελτίονι γεγονότι Prot. 318 a; vgl. Gorg. 455 d; πόϑεν γὰρ ἔσται βιοτά; Soph. Phil. 1160, woher soll Lebensunterhalt kommen? ἔσται ταῦτα, das soll geschehen, Plat. Theaet. 194 d; ὡς δ' ἦσαν ἐμβολαὶ δοράτων Plut. Coriol 9. – 5) Pleonastisch tritt εἶναι scheinbar hinzu in Vrbdgn, wie τόν ποτέ οἱ Κινύρης δῶκε ξεινήϊον εἶναι, Il. 11, 20, er gab es ihm, daß es ihm ein Gastgeschenk sei, zum Gastgeschenke; bes. bei nennen, μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν Pind. Ol. 9, 64, nannte ihn, so daß er denselben Namen hatte; σοφιστὴν δή τοι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα εἶναι Plat. Prot. 311 e; στρατηγὸν ἀπεδέξαντο αὐτέων εἶναι Μελάνϑιον Her. 5, 97; auffallender in absoluten, bes. einschränkenden Zwischensätzen, ἐγὼ δὲ τούτοις ἅπασι κατὰ τοῠτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι, in dieser Beziehung, Plat. Prot. 317 a; τὸ κατὰ τοῠτον εἶναι Xen. An. 1, 6, 9, wenigstens was ihn betrifft; τὸ μὲν τήμερον εἶναι, für heute, Plat. Crat. 396 e; ἐάσωμεν τὸ νῠν εἶναι, für jetzt, Rep. VI, 506 e; Xen. An. 3, 2, 37 Cyr. 5, 3, 42; τὸ μὲν ἐπ' ἐκείνοις εἶναι ἀπολώλατε Hell. 3, 5, 9; τόγε ἐπ' ἐκείνῳ εἶναι ἐσώϑης Lys. 13, 58; τὸ ἐπ' ἐμοὶ εἶναι, so viel an mir liegt, Thuc. 8, 48; τὸ παρὰ τῶν εἰδότων εἰς δύναμιν εἶναι γεγραμμένα Plat. Polit. 300 c, nach Vermögen. Bes. häufig ἑκὼν εἶναι, s. d. W. – Ueber die Auslassungen der Copula εἶναι sind die Grammatiken und für Homer besonders Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 364 zu vergleichen. Derselbe p. 344 über Formen von εἶναι zu Anfang des Verses.
-
10 μη-κ-έτι
μη-κ-έτι (nach οὐκέτι gebildet), nicht mehr, nicht länger; ἀλλ' ἄγε μηκέτι λεγώμεϑα, νηπύτιοι ὥς, Il. 13, 292 u. öfter so in Aufforderungen und Verboten; Pind. Ol. 1, 182; μηκέτ' ἐςέλϑῃς, Aesch. Ag. 1307; c. opt., Ch. 794; μηκέτι ἔξω πόδα κλίνῃς, Soph. O. C. 192; μηκέτ' ἐλπίσῃς, El. 951; nach Absichtspartikeln, ὅπως μηκέτ' ἆμαρ ἄλλ' εἰςίδω, Ant. 1314; c. partic., ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, Phil. 413; εἴπερ μηκέτι ἐπισκεψόμεϑα, Plat. Rep. IV, 430 d; ὥςτε μηκέτι πορεύεσϑαι, Critia. 109 a; c. imper., μηκέτι πλείω λέγε, Rep. V, 471 c; μηκέτι νουϑετήσῃς, Gorg. 488 b; μηκέτι ποιώμεϑα, Legg. IV, 723 d; Folgde; nicht wieder, Xen. An. 5, 7, 15.
-
11 νοέω
νοέω, aor. ion. ἐνωσάμην, Ap. Rh. 4, 1409 Theocr. 26, 263, u. perf. νένωμαι, Her., wahrnehmen, bemerken; zunächst – a) mit den Augen; ὡς οὖν ἐνόησε ϑεᾶς περικαλλέα δειρήν, Il. 3, 396; οὔπω τοίους ἵππους ἴδον οὐδ' ἐνόησα, 10, 550; τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε, 11, 599; οὐκ ἴδεν, οὐδ' ἐνόησε, Od. 13, 318, vgl. 16, 160 Il. 24, 337; c. partic., 12, 143; ὡς ἐνόησεν ἔμ' ἥμενον, Od. 10, 395, u. öfter wie ὁρᾶν construirt; auch mit dem Zusatz ὀφϑαλμοῖς od. ἐν ὀφϑαλμοῖς νοεῖν, 15, 422 Il. 24, 294. 312 H. h. Merc. 180; ὀξὺ νοεῖν, Il. 3, 374. 5, 680 u. öfter, wie Hes. Th. 838; doch immer schon von dem bloßen Eindruck auf das Gesicht, dem sinnlichen Sehen unterschieden u. eine Verstandesthätigkeit mit andeutend. – b) geistig wahrnehmen, bemerken u. einsehen, erkennen; δολοφροσύνην, Il. 19, 112; ἐγὼ ϑυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα, Od. 18, 228; νοέεις δὲ καὶ αὐτός, du siehst es selbst ein, 21, 257; auch von künftigen Dingen, voraussehen, ἐπεὶ νοέω κακὸν ὔμμιν ἐρχόμενον, 20, 367; ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσι νοήσας, Od. 1, 322; ἐνόησέ τε καὶ ἔγνω αὐτό vrbdt Plat. Rep. VI, 508 d; ὁ νόμος νοῆσαι ῥᾴδιος, Conv. 182 a; – denken, οὕτω νῦν ἐγὼ νοέω, γύναι, ὡς σὺ ἐΐσκεις, Od. 4, 148; καὶ φράσσομαι, 5, 188; οὔτις ἐπεφράσατ' οὐδ' ἐνόησεν – ἐξερύσαι δόρυ, Il. 5, 665; ἢ λάϑετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν, 9, 537; νόον νοεῖν, einen Gedanken denken, 9, 104; φρεσὶ πευκαλίμῃσι, 15, 81; μετὰ φρεσί, 20, 310; κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν, Od. 20, 264; absol., νοήσας, es bedacht habend, verständig, 15, 170, vgl. Il. 1, 577. 23, 305; Hes. O. 12; εἰπὲ ᾗ νοεῖς, Soph. Trach. 1125, wie φράζε πᾶν ὅσον νοεῖς, sage Alles, was du denkst, 348; auch ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, Phil. 413; im Sinne haben; εἰπεῖν ἔπος ὅττι νοήσῃς, Il. 1, 543; c. inf., νοέω φρεσὶ τιμήσασϑαι, 22, 235, gesonnen sein, Etwas zu thun, wie 24, 560. 10, 501, wie Pind. νοεῖς ἀποδάσσασϑαι, N. 10, 86; τί με νοεῖς δρᾶσαι; Soph. Phil. 906. 909; οὔ τί που δοῦναι νοεῖς; 1217, öfter; auch τῇδε νόει νόστον πρὸς οἴκους, Eur. I. T. 1018; auch in Prosa, τῷ ὄντι χρύσεα χαλκείων ἀμείβεσϑαι νοεῖς, Plat. Conv. 219 a; ἱκανοὶ ὄντες, ἃ ἂν νοήσωσιν, ἐπιτελεῖν, was sie ersinnen, beschließen, Gorg. 491 b; Folgde; τὰ νοηϑέντα ἐξεργάζεσϑαι, Luc. Alex. 4; νοῆσαι ὀξὺς καὶ τὸ νοηϑὲν ἐκτελέσαι ταχύς, Hdn. 2, 9, 2; – erdenken, ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποϑήσεται, Od. 3, 26; ἔνϑ' αὖτ' ἄλλ' ἐνόησεν, Il. 23, 140 u. öfter; τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν, Od. 2, 122; bedenken, beherzigen, erwägen, Il. 9, 537 Od. 11, 62; – νοῆσαι καιρὸς ἄριστος, Pind. Ol. 13, 46; – ὀρϑὰ νοεῦντες, ἄλλα νοεῦντες, richtiger, anderer Ansicht, Her. 8, 3. 168; ἃ νοεῖς λέγων, Plat. Gorg. 521 a; οἶμαί τι τοιοῦτον νοεῖν τοὺς τὴν ψυχὴν ὀνομάσαν τας, daß sie so Etwas mein en, Crat. 399 d; Prot. 347 e; τί ποτε νοῶν ταῦτα ἐποίησε τὰ ἔπη, Hipp. min. 365 d. – Se auch von leblosen Dingen, τί νοεῖ χρησμός, νόμος, was will er sagen, was bedeutet er, Ar. Nubb. 1168 Plut. 55; τί καὶ νοεῖ τὸ ὄνομα, Plat. Crat. 407 e; Euthyd. 287 d. – Selten von der Gesinnung, wie man Hes. O. 284 σοὶ δ' ἐγὼ ἐσϑλὰ νοέων ἐρέω erklärt, obwohl das Einsehen, Denken vorzuziehen ist; vgl. Her. 3, 81; κακὸν νοεῖν τινι, Xen. Hier. 1, 15. – Auch im med., bei sich überlegen, gedenken; νοήσατο μάστιγα ἑλέσϑαι, Il. 10, 501; νοούμενος, Soph. O. R. 1487; Her. κείνου ταῦτα νενωμένου, 9, 53, als er dieses bei sich überlegt u. beschlossen hatte, wie ἐνένωτο ἅμα τῷ ἦρι στρατεύειν, 1, 77, dgl. 7, 206; νωσάμενος, Theogn. 1298. – Pass., τὰ νοούμενα, das Gedachte, Plat. u. Folgde.
-
12 ηνικα
ἡ. ξυνεσκόταζεν Thuc. — когда смерклось;
νῦν ἡ. οὐκ ἔτ΄ ἔστιν Soph. — ныне, когда (Ореста) уже нет;ἡ. ἦν ἔτ΄ ἐν φάει Eur. — когда (= пока) (Эрехтей) был в живых;ἡ. ἄν τις ὑμᾶς ἀδικῇ Xen. — когда (= если) кто-л. вас обидит;ἡ. ἂν χώρας ἀπείη Soph. — если (Геракл) будет отсутствовать, т.е. не вернется на родину;ἡ. ἂν ἀχέτας ᾄδῃ Arph. — когда (= как только, всякий раз как) кузнечик поет -
13 ατελώνιστος
η, ο [ος, ον ]1) беспошлинный, не облагаемый пошлиной; 2) не оформленный в таможне;§ τό 'χει φαει ατελώνιστο το κουτόχορτο — набитый дурак
-
14 έχω
(παρατ είχα, αόρ. εσχον) 1. μετ.1) в разн. знач иметь;έχω σπίτι (άλογο, μαγαζί) — иметь дом (лошадь, магазин);
έχω πολλούς φίλους — иметь много друзей;
έχω δυό παιδιά — иметь двоих детей;
δεν έχω τίποτα — ничего не иметь;
δεν έχει ποτέ του χρήματα πάνω του — он никогда не имеет при себе денег;
έχω χρέη — иметь долги;
έχω γερά δόντια — иметь крепкие зубы;
έχω ωραία φωνή — обладать прекрасным голосом;
έχω ισχυρή μνήμη — иметь крепкую память;
έχω δικαίωμα (τη δυνατότητα) — иметь право (возможность);
έχω μεγάλη επιθυμία — иметь большое желание, сильно желать;
έχω μεγάλη σημασία — иметь большое значение;
έχω υπόληψη (εκτίμηση) — пользоваться хорошей репутацией (уважением);
έχω πείρα — иметь опыт;
έχω στη διάθεση μου — иметь в своём распоряжении, располагать (кем-чем-л.);
δεν έχω καιρό — у меня нет времени, мне некогда;
δεν έχω όρεξη (διάθεση) — не иметь аппетита (настроения);
έχει ομορφιά — он красив;
έχει λεβεντιά — он молодец;
ασχήμια πού την έχει! — разве он не красив?!, чем он плох?!;
έχουμε μουσαφιρέους ( — или μουσαφίρη δες) — у нас сегодня гости;
έχουμε άνοιξη — у нас весна;
έχουμε δημοκρατία — у нас демократический строй;
2) держать, оставлять;έχω ανοικτά τα παράθυρα — держать окна открытыми;
3) держать, содержать (где-л.);τον έχουν (στη) φυλακή ( — или μέσα) — его содержат в тюрьме:
4) стоить;πόσο έχει; — сколько стоит?;
5) считать, полагать;τον έχουν γιά πλούσιο (τρελλό) — его считают богатым (сумасшедшим);
τον έχουν χαμένο — его считают погибшим;
δεν σ'εχω άξιο να το κάμεις я не думаю, что ты способен на это;τον έχω σαν πατέρα — я считаю его своим отцом;
δεν σ' έχω άνθρωπο, αν δεν το κάμεις ты бу- дешь последним человеком, если не сделаешь этого;δεν σού τώχα να είσαι τόσο ζηλιάρης я не думал, что ты та- кой ревнивый;τό έχω ντροπή μου — мне стыдно за себя;
τό έχω τιμή μου πού... — я горжусь тем, что...;
καλλίτερα έχω να... — я предпочитаю..., лучше...;
6) страдать, быть больным (чём-л.);έχ πνευμονία (φθίση, πυρετό, βήχα) — у меня воспаление лёгких (туберкулёз, жар, кашель);
7) заключать в себе;δεν έχει τίποτε ιιέσα — быть пустым;
τό μπουκάλι δεν έχει πλέον τίποτε — в бутылке больше ничего нет;
8) носить (усы и т. п.);έχω γένεια — носить бороду;
9) (о времени, большей частью не переводится):έχει χρόνια στην Αμερική — он уже три года живёт в Америке;
έχει ώρα πού εφυγε — он уже давно ушёл;
έχω καιρό να... — я уже давно не...;
έχω καιρό να φάω κρέας — я давно не ел мяса;
έχει δυό μέρες να φάει — он уже два дня ничего не ел;
έχω ενα χρόνο να τον δώ [ — уже год, как я его не видел;
10) (в сочетании с сущ. обозначает действие или состояние по значению данного сущ.):έχω χρέος — я должен, я обязан;
έχω χρείαν — нуждаться;
έχω πένθος — быть в трауре, носить траур;
έχω τη γνώμη — иметь мнение, полагать, думать;
έχω τη δύναμη — быть в состоянии, мочь;
έχω τρεχάματα — суетиться, хлопотать;
§ έχω εξ ακοής — знать понаслышке;
έχω υπόψη (υπ' όψιν) — иметь в виду;
έχω ουμε υπ' όψιν... — имеется в виду;
έχω την τιμή... — иметь честь...;
δεν έχω την τιμή να γνορίζω... — не имею чести знать...;
έχω τό λόγο — моя очередь выступать, прошу слова;
τό λόγο έχει... — слово имеет..., слово предоставляется...;
τα έχω καλά (κακά) με... — быть в хороших (плохих) отношениях с...;
έχκαίγω να κάνω σ' αυτή τη δουλειά — я тоже участвую в этом деле, и я заинтересован в этом деле;
δεν έχω καμιάν αντίρρηση — не иметь ничего против;
δεν έχω ιδέα ( — или είδηση) — не иметь никакого представления, ничего не знать;
δεν έχει καθόλου μυαλό — у него голова совсем не работает;
δεν το χει γιά τίποτα να... ему ничего не стоит..., он может запросто..., он способен на...;δεν τον έχω σε υπόληψη — я его не уважаю;
την έχω ασχημα — плохи мои дела;
τό έχω σε καλό (κακό) — для меня эτο — хорошее (плохое) предзнаменование;
έχω кап να σού πω — я хочу кое-что тебе сказать;
έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — а) не спускать глаз (с кого-л.), присматривать как следует (за кем-л.); — б) смотреть в оба;
πού είχες τα μάτια σου και δεν τον είδες куда смотрели твой глаза, что ты не видел его;τον έχω σαν τα μάτια μου — я им очень дорожу;
δεν έχω μάτια να τον δώ — я не могу его видеть;
έχω τη συνήθεια — иметь обыкновение;
έχω σχέση — иметь отношение;
έχω τα νεύρα μου — нервничать, быть в раздражённом состоянии;
έχω την πλώρη μου κατά τον κάβο — держать курс на мыс;
έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках;
έχω σκοπό να... — намереваться, иметь целью...;
έχω στο νού μου — или έχω κατά νούν — иметь на уме, собираться, намереваться;
έχω τό νού μου — а) обращать внимание;
б) быть бдительным, осмотрительным;έχει το νού του πάντα στίς γυναίκες — у него вечно женщины на уме;
έχε το νού σου στο φαί — посмотри за едой (которая варится, жарится);
τα έχω σωστά — или τα έχω τετρακόσια — а) быть семи пядей во лбу; — б) быть в здравом уме;
τα έχω με κάποιον — а) питать вражду к кому-л.; — б) завязывать любовную связь с кем-л.;
τα έχω με τον Γιάννη — мы в плохих отношениях с Янисом;
τα έχω ψήσει — завязывать любовные связи;
τον έχει με το μέρος του — он обеспечил себе его поддержку;
τον έχω στο χέρι — я его держу в руках, он у меня в руках;
μάς είχε τραπέζι он устроил для нас обед;εχετε την καλωσύνη... будьте добры (любезны)...;έχετε γεια! — будьте здоровы!, до свидания!;
έτσι το έχουμε — у нас так, такой у нас обычай;
τί έχεις; — что с тобой?;
τί έχουμε;
что нового?;τί 'χαμέ τί χάσαμε нам нечего было терять;έχε χάρη πού... — благодари бога, что...;
να 'χεις χάρη τού πατέρα σου ειδεμή... благодари своего отца, иначе...;έχει τα ροΰχα της — у неё менструация;
έχει τα ρούχα του — или έχει τα φεγγαριάτικά του — у него припадок;
τό έχει το σκαρί του — у него такая натура;
τα έχω χαμένα — я не знаю, что делать;
έχει τα χρονάκια του — он не такой уж молодой;
από δώ τον είχα, από κει τον είχα, τον κατάφερα я его кое-как уговорил;ας τα κλαίει, πού τα χει его у бы- ток, ему и плакать;καλώς έχόντων των πραγμάτων — если всё будет хорошо, если ничего не случится;
κάλλιο (или καλύτερα) το χω... παρά... или κάλλια χω... παρά... или έχω καλλίτερα να... παρά... лучше... чем...;ουκ άν λάβεις παρά τού μη έχοντος — погов, с голыша не возьмёшь ни шиша;
τί έχεις, Γιάννη;
τί χα πάντα погов, каким ты был, таким и остался;όποιος έχει παπούτσια, χτυπάει τα τακούνια — посл. у кого есть ботинки, тот и топает каблуками; — кто платит деньги, тот и заказывает музыку;
εμείς ψωμί δεν έχουμε και λάχανο αγοράζουμε — посл, хлеба нет, а капусту покупаем; — ест орехи, а на зипуне прорехи;
όποιος έχεν πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα — погов, у богатого и по бороде масло течёт; — не знает, куда девать (что-л.), с жиру бесится;
2. αμετ.1) чувствовать себя;πως έχετεστήν υγεία σας; — как ваше здоровье?;
2) απρόσ. есть, имеется;δεν έχει ψωμί στο σπίτι — в доме нет хлеба;
δεν έχει πλέον — больше нет, не имеется;
έχει κουνέλια εδώ — здесь есть кролики;
επάνω στο τραπέζι έχει ένα κανάτι νερό — на столе стоит графин с водой;
σήμερα έχει βροχή (κρύο, λάσπη, αέρα) — сегодня дождь (холод, грязь, ветер);
αύριο θα έχει ωραία ημέρα — завтра будет хороший день;
έχει καλώς — хорошо;
έχει χορό απόψε — у нас сегодня вечер, бал;
δεν έχει πιά γκρίνιες никто больше не ноет, не хнычет;3. (вспомогательный гл. для образования перфектной формы):έχω γράψει, — или έχ γραμμένο — я уже написал;
είχα γραφθεί я уже записался;4. (с зависимым наклонением обозначает долженствование):έχω να γράψω (να πλύνω) — я должен написать, (постирать);
έχω να κάνω με... — я должен иметь дело...;
έχω να πάρω εκατό δραχμές — мне причитается сто драхм;
δεν έχεις να πας πουθενά — ты отсюда не должен никуда уходить;
§ πόσο έχει ο μήνας; — какое сегодня число?;
έχει δεν έχει — как бы то ни было, так или иначе;
είχε δεν είχε το έκαμε он всё-таки это сделал;δεν έχει να κάνει — не имеет значения;
ούτως έχει το πράγμα — вот так обстоит дело;
δεν έχω πού ( — или πουθενά) να... — мне некуда...;
δεν έχω πού να βάλω τα πράγματα μου — мне некуда положить вещи;
δεν έχω πουθενά να πάω — мне некуда пойти;
1) — придерживаться;έχομαι
έχομαι στερρώς των ιδεών μου — твёрдо придерживаться своего мнения;
2) содержать, заключать в себе;οι λόγοι του δεν έχονται αληθείας — его слова лишены правды
-
15 θανατάς
ο смерть;είμαι τού θανατά — быть при смерти;
πέφτω τού θανατά — упасть замертво;
τον έκαμε τού θανατά — он его избил до полусмерти;
να τον φάει ο θανατ! — чтоб он сдох!
-
16 κουτόχορτο
το трава, от которой человек становится дураком (в народных поверьях);δεν βόσκω κουτόχορτο — я не дурак;
§ έχει φάει το κουτόχορτο ατελώνιστο — он набитый дурак
-
17 λύκος
ο1) волк; 2) мед. волчанка; З) уст. курок (ружья);§ γλύτωσα απ' — тоб λύκου το στόμα — я вырвался из волчьей пасти, я спасся от верной гибели;
μπήκε στο στόμα τού λύκου — он угодил волку в зубы;
μπα! πού να σε φάει ο λύκ! — шутл, чтоб тебя волки съели!;
λύκος με προβιά αρνιού — волк в овечьей шкуре;
βάλανε το λύκο τσομπάνο — погов, поставили волка овец сторожить;
ο λύκος στην αναμπουμπούλα ( — или ανεμοζάλη) χαίρεται — погов, волк суматохе рад
-
18 μαρμάγκα
η зоол, фаланга;§ θα σε φάει η μαρμάγκα — тебе не миновать гибели! (угроза)
-
19 πλάτη
η1) спина;στέκομαι με (γυρισμένη) την πλάτη — стоять спиной;
γυρίζω τίς πλάτες μου σε κάποιον прям., перен. — повернуться спиной к кому-л.;
2) тыльная сторона (плоского предмета);τον χτύπησε με την πλάτη τού φτυαριού — он ударил его плашмя лопатой;
3) анат. лопатка;τον βάζω να φάει η πλάτη του χώμα — класть на обе лопатки;
§ κάνω πλάτες σε κάποιον — поддерживать кого-л. (в чём-л.), помогать выкрутиться кому-л.;
2χω γερές πλάτες — а) иметь крепкую спину;
б) располагать мощными средствами; иметь сильных покровителей; иметь сильную руку (где-л.) -
20 τρώγω
(αόρ. έφαγα, παθ. αόρ. φαγώθηκα, μετχ. πρκ. φαγωμένος) μετ.1) есть, кушать; θέλω να φάω я хочу есть;τρώγω κρέας (ψωμί) — есть мясо (хлеб);
τρώγω γερά — обладать хорошим аппетитом;
τρώγω βιαστικά ( — или στο πόδι) — перехватить, поесть мимоходом, на скорую руку;
δεν τρώγω τη σαρακοστή — я не ем скоромного во время великого поста;
2) грызть, прогрызать (о грызунах, червях и т. п.); изъедать, проедать (о моли);3) кусать (о собаке и т. п.); 4) изнашивать, истрёпывать; τα έφαγες τα παπούτσια σου ты истрепал свои ботинки; 5) проматывать, растрачивать; проедать; έφαγε τα λεφτά του στίς γυναίκες он все свои деньги истратил на женщин; μου έφαγε την περιουσία μου он промотал моё состояние; 6) перен. поглощать, пожирать;αύτη η σόμπα τρώγει πολύ.κάρβουνο — эта печь пожирает много угля;
αυτό θα μας φάει πολλή ώρα это у нас отнимет много времени;7) перен. грызть, мучить, терзать (о заботах и т. п.);τον τρώγει η ζήλεια — его мучает ревность;
8) губить; убивать;αυτό τον έφαγε это его погубило; έφαγε πολλούς он многих погубил; 9) претерпевать, выносить; получать наказание;τρώγω ξύλο — съесть берёзовую кашу, быть избитым;
τρώγω φάπες — получить пощёчину;
τρώγω κατσάδα — получить:
нахлобучку;έφαγε όλη τη βροχή (всю дорогу) он мок под дождём; έφαγε πέντε χρόνια φυλακή он получил пять лет тюрьмы; 10) превосходить, побеждать; τον έφαγα στο τρέξιμο я его победил в беге;σ' αυτό τον τρώγω — в этом я сильнее его;
11) надоедать;μου 'φάγε τ' αυτιά он мне все уши прожужжал; 12) τριτοπρόσ. чесаться, зудеть;με τρώγει — у меня зуд;
§ τρώγω τα λόγια μου — проглатывать слова;
τρώγοντας έρχεται η όρεξη — аппетит приходит во время еды;
τον τρώει η μύτη (или η ράχη) του у него бока чешутся, спина палки просит;μ' έφαγαν τα σημάδια я предчувствовал недоброе; (μαύρο) φίδι πού σ' έφαγε! какая муха тебя укусила!; έφαγα τον κόσμο να... я сделал всё, чтобы...; έφαγε το χάπι он попался на удочку; τρώει τα νύχια (или τα μανίκια) του γιά... искать, упорно добиваться чего-л.; τον έφαγε με τα λίμα он его взял хитростью;τρώγει τα σίδερα — он рвёт и мечет;
τρώει το ψωμί χαράμι он дармоед;έφαγε το κεφάλι του допрыгался; сам себя погубил; έφαγε τα λυσσιακά του να... он старался изо всех сил, чтобы...; έφαγε της χρονιάς του (или παρά μίαν τεσσαρακοντα) или όσες
См. также в других словарях:
φάει — φάος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάεϊ , φάος light neut dat sg (epic ionic) φάος light neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεί — το, Ν βλ. φαΐ … Dictionary of Greek
φάε' — φάεα , φάος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φάεα , φάος light neut nom/acc pl (epic ionic) φάει , φάος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάεϊ , φάος light neut dat sg (epic ionic) φάει , φάος light neut dat sg φάεε , φάος light neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκμηνος — ἄκμηνος, ον (Α) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»] … Dictionary of Greek
καθισιά — και καθησιά, η 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή τού καθίζω 2. το να κάθεται κάποιος στο τραπέζι για να φάει ή για να πιει 3. το χρονικό διάστημα που χρειάζεται κάποιος για να φάει ή για να πιει («τρώει ένα αρνί στην καθισιά του»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
ταΐζω — και ταγίζω τάισα, ταΐστηκα, ταϊσμένος 1. δίνω τροφή, θρέφω: Ταΐζω τις κότες. – Έχει ο κακομοίρης να ταΐσει τέσσερις αδερφές. 2. βοηθώ κάποιον ανήμπορο να φάει, του δίνω να φάει: Ταΐζω το παιδί. 3. δωροδοκώ: Τάισε πολλούς για να πάρει το δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Lay's — Lay’s Текущий владелец: компания Frito Lay, принадлежащая PepsiCo Inc. Страна происхождения: США Рынки: весь мир … Википедия
Lay’s — Текущий владелец: компания Frito Lay, принадлежащая PepsiCo Inc. Страна происхождения: США Рынки … Википедия
Лэйс — Lay’s брэнд для разнообразных картофельных чипсов, основанный в 1938. Чипсы Lay’s позиционируются брэндом Frito Lay, компанией, принадлежащей PepsiCo Inc. с 1965. Другие брэнды компании Frito Lay включают Fritos, Doritos, Ruffles, Cheetos and… … Википедия