Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φάει δὲ

См. также в других словарях:

  • φάει — φάος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάεϊ , φάος light neut dat sg (epic ionic) φάος light neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεί — το, Ν βλ. φαΐ …   Dictionary of Greek

  • φάε' — φάεα , φάος light neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φάεα , φάος light neut nom/acc pl (epic ionic) φάει , φάος light neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάεϊ , φάος light neut dat sg (epic ionic) φάει , φάος light neut dat sg φάεε , φάος light neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκμηνος — ἄκμηνος, ον (Α) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»] …   Dictionary of Greek

  • καθισιά — και καθησιά, η 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή τού καθίζω 2. το να κάθεται κάποιος στο τραπέζι για να φάει ή για να πιει 3. το χρονικό διάστημα που χρειάζεται κάποιος για να φάει ή για να πιει («τρώει ένα αρνί στην καθισιά του»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ταΐζω — και ταγίζω τάισα, ταΐστηκα, ταϊσμένος 1. δίνω τροφή, θρέφω: Ταΐζω τις κότες. – Έχει ο κακομοίρης να ταΐσει τέσσερις αδερφές. 2. βοηθώ κάποιον ανήμπορο να φάει, του δίνω να φάει: Ταΐζω το παιδί. 3. δωροδοκώ: Τάισε πολλούς για να πάρει το δάνειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Lay's — Lay’s Текущий владелец: компания Frito Lay, принадлежащая PepsiCo Inc. Страна происхождения: США Рынки: весь мир …   Википедия

  • Lay’s — Текущий владелец: компания Frito Lay, принадлежащая PepsiCo Inc. Страна происхождения: США Рынки …   Википедия

  • Лэйс — Lay’s  брэнд для разнообразных картофельных чипсов, основанный в 1938. Чипсы Lay’s позиционируются брэндом Frito Lay, компанией, принадлежащей PepsiCo Inc. с 1965. Другие брэнды компании Frito Lay включают Fritos, Doritos, Ruffles, Cheetos and… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»